ἐπικλώσεις

ἐπικλώσεις
ἐπίκλωσις
spinning
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπίκλωσις
spinning
fem nom/acc pl (attic)
ἐπικλώθω
spin upon
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπικλώθω
spin upon
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίκλωσις — ἐπίκλωσις, ή και ἐπίκλωσμα, τὸ (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικλώθω (α. «αἱ ἐπικλώσεις τῶν Μοιρῶν», Ετυμολ. Μέγ. β. «μίτος ἐπικεκλωσμένος», Διογενιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”